υδρία

υδρία
Πήλινο αγγείο με πλατύγυρο λαιμό και βάση και με τρεις λαβές. Πρωτοεμφανίζεται στους προϊστορικούς χρόνους, εξελίσσεται στους γεωμετρικούς (κυρίως στην Αττική και Βοιωτία) και τελειοποιείται τον 6o αιώνα π.Χ., την εποχή των Πεισιστρατιδών. Μερικές φορές κατασκευαζόταν και από μέταλλο, οπότε είχε και ραβδώσεις στην κοιλιά. Τη χρησιμοποιούσαν στο λουτρό, στην πάλη, στις σπονδές και τις θυσίες. Λακωνική υδρία, χαρακτηριστική της τέχνης της περιοχής (Μουσείο Σπάρτης).
* * *
η / ὑδρία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδρίη και δ. γρφ. ὑδρείη Α
1. αγγείο, συνήθως πήλινο, για την εναπόθεση και μεταφορά νερού, στάμνα
2. αρχαιολ. αγγείο για τη μεταφορά νερού, που είχε τρεις λαβές, μία κάθετη και δύο οριζόντιες, και ήταν πήλινο ή χάλκινο
αρχ.
1. κάθε είδος αγγείου, κρασιού, μελιού κ.ά.
2. αγγείο γεμάτο νομίσματα, πιθάρι
3. (στα δικαστήρια) κάλπη ψηφοφορίας
4. τεφροδόχη
5. πανέρι ψωμιού
5. χρονόμετρο, κλεψύδρα με νερό
6. παροιμ. «ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν» — λέγεται για έργο που εγκαταλείπεται λίγο διάστημα πριν από την περάτωση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- τού ὕδωρ* + κατάλ. -ία (πρβλ. γερουσ-ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑδρία — ὑδρίᾱ , ὕδριος of water fem nom/voc/acc dual ὑδρίᾱ , ὕδριος of water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑδρίᾱ , ὑδρία water pot fem nom/voc/acc dual ὑδρίᾱ , ὑδρία water pot fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑδρίον cistern neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρίᾳ — ὑδρίᾱͅ , ὕδριος of water fem dat sg (attic doric aeolic) ὑδρίαι , ὑδρία water pot fem nom/voc pl ὑδρίᾱͅ , ὑδρία water pot fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδρία — η αγγείο, συνήθως πήλινο, για την εναπόθεση ή μεταφορά νερού, λαγήνι, στάμνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδριά — ὑδριάς of the water fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρίας — ὑδρίᾱς , ὕδριος of water fem acc pl ὑδρίᾱς , ὕδριος of water fem gen sg (attic doric aeolic) ὑδρίᾱς , ὑδρία water pot fem acc pl ὑδρίᾱς , ὑδρία water pot fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρίαι — ὑδρίᾱͅ , ὕδριος of water fem dat sg (attic doric aeolic) ὑδρία water pot fem nom/voc pl ὑδρίᾱͅ , ὑδρία water pot fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρίαν — ὑδρίᾱν , ὕδριος of water fem acc sg (attic doric aeolic) ὑδρίᾱν , ὑδρία water pot fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδριῶν — ὑδρία water pot fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • κάλπις — κάλπις, ιδος, ἡ (Α) 1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί 2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους 3. κάλπη* 4. είδος ποτηριού 5. μυροδόχο αγγείο 6. Παναθηναϊκό αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”